-
1 палка
палка ж 1) το ραβδί, το ξύλο- лыжная \палка η χιονοδρομική ράβδος 2) (трость ) το μπαστούνι* * *ж1) το ραβδί, το ξύλοлы́жная па́лка — η χιονοδρομική ράβδος
2) ( трость) το μπαστούνι -
2 трость
-
3 палка
η βέργα, το ραβδί, η ράβδος(трость) το μπαστούνι (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палка
-
4 девятка
девяткаж (цифра, карта) τό ἐννιάρι, ἡ ἐννιάρα, τό ἐννιά:\девятка пик τό ἐννιάρι μπαστούνι, τό ἐννιά πίκα. -
5 замахиваться
замахиватьсянесов, замахнуться сое. (чем-л. на кого-л.) ἀπειλώ, φοβερίζω, σηκώνω ἀπειλητικά τό χέρι ἐνάντια σέ κάποιον:\замахиваться палкой σηκώνω τό μπαστούνι (ενάντια σέ κάποιον). -
6 клюка
клюкаж τό μπαστούνι, τό ραβδί, ἡ βακτηρία. -
7 палка
палк||аж ἡ βέργα, τό ραβδί, ἡ ράβδος/ τό μπαστοῦνι (трость) / τό σκουπόξυλο (у метлы, щетки и т. п.):бить кого-л, \палкаой ξυλίζω, χτυπώ μέ τό ραβδί· уда́р \палкаой ἡ μπαστούνιἀ· ◊ ставить \палкаи в колеса βάζω ἐμπόδια, βάζω τρικλοποδιές· из под \палкаи μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό· перегибать \палкау τό παρακάνω, ξεπερνώ τά ὅρια. -
8 пики
пикимн. (ед. пика ж) карт. ἡ πίκα, τό μπαστούνι. -
9 пиковый
пи́ков||ыйприл карт. τής πίκας, τοῦ μπαστουνιοῦ:\пиковыйая дама ἡ ντάμα πίκά \пиковый туз ὁ ἄσσος μπαστούνι· ◊ остаться при \пиковыйом интересе разг τήν παθαίνω χιώτικα, τήν παθαίνω σάν ἀγράμματος· попасть в \пиковыйое положение τά βρίσκω μπαστούνια, τά βρίσκω σκούρα. -
10 посох
посохм τό ραβδί, τό μπαστούνι, Д ράβδος, ἡ βακτηρία / ἡ ποιμαντορι^ (αρχιερατική) ράβδος, ἡ πατερίτσα (епи-. скопский). ί -
11 семерка
семеркаж (цифра, карта) τό ἐφτάρι, τό ἐφτά:\семерка пик ἐφτάρι πίκα, τό ἐφτάρι μπαστούνι. -
12 стукнуть
сту́к||нутьсов1. см. сту́-кать· \стукнутьнуть палкой χτυπώ μέ τό μπαστούνι·2. см. стучать· ◊ ему́ \стукнутьнуло тридцать лет μπήκε (или πάτησε) στά τριάντα (χρόνια). -
13 трость
трос||тьж τό μπαστοῦνι, τό ραβδί:уда́р \тростьтью ἡ μπαστουνιά. -
14 тыкать
тыкать Iнесов1. χώνω/ μπήγω, βυθίζω (вонзать):\тыкать палкой в землю μπήζω τό μπαστούνι στή γή· поросенок тычет нос в корыто τό γουρουνάκι χώνει τήν μουσούδα του στή σκάφη·2. (бить, ударять) κτυπώ· ◊ \тыкать но́сом кого-л. во что́-л. разг χώνω κάτι στή μύτη κάποιου· \тыкать пальцем в кого-л. разг δείχνω κάποιον μέ τό δάκτυλο.тыкать IIнесов (называть на „ты") разг μιλώ στον ἐνικό. -
15 ударять
ударятьнесов в разн. знач. χτυπώ, κτυπώ, κρούω, πλήττω, τύπτω:\ударять палкой ραβδίζω, χτοπῶ μέ τό μπαστούνι· \ударять ногой κλωτσώ· \ударять по лицу́ χαστουκίζω, μπατσίζω· \ударять в барабан κρούω τό τύμπανο· \ударять в колокол κτυπῶ τήν καμπάνα. -
16 укорачивать
укорачиватьнесов κονταίνω, βραχύνω, μικραίνω/ συντομεύω (о сроке, расстоянии и т. п.):\укорачивать палку (рукави́) κονταίνω τό μπαστούνι (τά μανίκια). -
17 костыль
[καστύλ'] ουσ. α. μπαστούνι, πατερίτσα -
18 костыль
[καστύλ'] ουσ α μπαστούνι, πατερίτσα -
19 бамбуковый
επ.του μπαμπού, από μπαμπού•-ая трость μπαστούνι, από μπαμπού.
εκφρ.- ое положение – (απλ.) άσχημη (δύσκολη, ζόρικη) κατάσταση. -
20 батог
-а α.παλ. ραβδί, ράβδος, βακτηρία, μπαστούνι. || (μέσο τιμωρίας) αγία ράβδος, νάρθηκας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
μπαστούνι — το ιού (λ. βενετ.) 1. ραβδί, βακτηρία. 2. φρ., «Τα βρήκε μπαστούνια», συνάντησε αξεπέραστα εμπόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek
Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри 18 декабря 2010 года, Афины) греческая актриса театра и кино … Википедия
ασκίπων — ἀσκίπων ( ονος), ο (Α) αυτός που δεν κρατά «σκίπονα», μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκίπων, ο «ράβδος, μπαστούνι»] … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
μπαστουνόβλαχος — ο 1. βοσκός 2. (κατ επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος] … Dictionary of Greek
ραβδί — το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν [ῥάβδος] (ως υποκορ. τού ράβδος) 1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλαντα β. «Ἑρμῆς δ ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.) 2. (κατ επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής… … Dictionary of Greek
σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… … Dictionary of Greek